- ἰσοσύλλαβα
- ἰσοσύλλαβοςhaving the same number of syllablesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοσύλλαβος — η, ο (ΑΜ ἰσοσύλλαβος, ον) (για λέξεις ή στίχους) αυτός που έχει ισάριθμες συλλαβές με κάποιον άλλο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ισοσύλλαβα τα ονόματα που έχουν τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις. επίρρ... ισοσυλλάβως και… … Dictionary of Greek
αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… … Dictionary of Greek
ισοσύλλαβος — η, ο 1. αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών με κάποιον άλλο: Ισοσύλλαβες λέξεις. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ισοσύλλαβα ουσιαστικά που έχουν σε όλες τις πτώσεις ίδιο αριθμό συλλαβών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)